Η αποκοπή αμέσως μετά τη γέννα μπορεί να οδηγήσει σε έλλειψη σιδήρου και αναιμία. Επιστήμονες υποστηρίζουν ότι ο ομφάλιος λώρος δεν πρέπει να κόβεται πριν περάσουν 5 λεπτά από τη στιγμή της γέννας.
Μελέτες δείχνουν ότι κόβοντας τον ομφάλιο λώρο αμέσως μετά τη γέννηση, στερούμε από το βρέφος το ζωτικό αίμα που έρχεται από τον πλακούντα.
Αυτό μπορεί να επηρεάσει –σύμφωνα με τους ειδικούς- το μωρό στο μέλλον, δημιουργώντας έλλειψη σιδήρου και αναιμία. Μάλιστα, υπολογίζεται ότι περίπου το 10% των νηπίων στη Βρετανία παρουσιάζει έλλειψη σιδήρου.
Σύμφωνα με τις οδηγίες του Εθνικού Συστήματος Υγείας της Αγγλίας (NHS) που ισχύουν τα τελευταία 50 χρόνια, ο ομφάλιος λώρος θα πρέπει να κόβεται αμέσως μετά τη γέννα.
Ωστόσο, το National Institute for Health and Care Excellence (Nice) σύστησε στο NHS να ακολουθήσει διαφορετική πρακτική, αφήνοντας τον ομφάλιο λώρο μέχρι να σταματήσει να πάλλεται, δηλαδή μετά από 2-5 λεπτά.
Ήδη, όλο και περισσότερα νοσοκομεία της Βρετανίας καθυστερούν το κόψιμο του ομφάλιου λώρου, ενώ οι γιατροί βρίσκονται εν αναμονή της νέας οδηγίας, που πρόκειται να βγει τον Ιούνιο του 2014, σύμφωνα με την οποία θα υιοθετείται η νέα αυτή πρακτική.
Σουηδική μάλιστα έρευνα που δημοσιεύτηκε το 2011 στο British Medical Journal απέδειξε ότι βρέφη, των οποίων ο ομφάλιος λώρος δεν είχε κοπεί αμέσως μετά τη γέννα, παρουσίαζαν μεγαλύτερες αποθήκες σιδήρου στους 4 μήνες και επομένως είχαν μικρότερες πιθανότητες να εμφανίσουν αναιμία.
Εάν βεβαιωθούμε ότι η μητέρα έχει καλές αποθήκες σιδήρου στον οργανισμό της και ότι ο λώρος κόβεται καθυστερημένα, θα είμαστε βέβαιοι ότι ο θηλασμός από μόνος του μπορεί να προσφέρει επαρκή σίδηρο στο παιδί για πάνω από έξι μήνες. Τα τρόφιμα που συνήθως δίνονται πριν τους έξι μήνες στα βρέφη – ρυζάλευρο, φρούτα, λαχανικά – είναι φτωχά σε σίδηρο, μπορεί να εκτοπίσουν το μητρικό γάλα από τη διατροφή του παιδιού, μπορεί να εμποδίσουν την απορρόφηση του σιδήρου που περιέχεται στο μητρικό γάλα και άρα να μειώσουν τα ποσά σιδήρου που το παιδί καταναλώνει.