Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

Αλλεργία στην πρωτείνη του γάλακτος στα βρέφη


Η συχνότητα της αλλεργίας στο γάλα υπολογίζεται μεταξύ 2-7,5 %. Αυτό γίνεται κατανοητό αν λάβουμε υπ΄ όψιν μας ότι το γάλα περιέχει περισσότερες από 25 πρωτεΐνες, οι οποίες μπορούν να δράσουν ως αλλεργιογόνα, ιδιαίτερα η β-λακτοσφαιρίνη και η καζεΐνη. Ακόμη και το μητρικό γάλα μπορεί να περιέχει πρωτεΐνες του αγελαδινού από την διατροφή της μητέρας.
Αυτές οι πρωτεΐνες μπορούν να προκαλέσουν αλλεργική αντίδραση στο βρέφος παρόλο που θηλάζει. Η αλλεργία στο γάλα της αγελάδας είναι κατά κανόνα νόσος της πρώτης βρεφικής ηλικίας και εκδηλώνεται πιο συχνά στα αγόρια. Η αλλεργία στο αγελαδινό γάλα είναι παροδική. Τα συμπτώματα συνήθως υποχωρούν μετά τα πρώτα χρόνια της ζωής. Πιο συγκεκριμένα, τα βρέφη που εμφανίζουν την αλλεργία πριν τους 3 μήνες της ζωής τους, στερούνται των συμπτωμάτων κατά 40 % πριν την ηλικία των 3-4 χρόνων. Τα βρέφη που εμφανίζουν την αλλεργία μετά την ηλικία των 3 μηνών μπορεί κατά 80 % των περιπτώσεων να εμφανίζουν συμπτώματα και μέχρι την ηλικία των 3-4 ετών. Το πρόβλημα δημιουργείται κατά την πρώτη βρεφική ηλικία, όπου το γάλα αποτελεί σημαντικό στοιχείο της διατροφής του βρέφους.
Οπωσδήποτε το μητρικό γάλα αποτελεί σημαντικό συστατικό για την διατροφή του βρέφους με αλλεργία στο γάλα της αγελάδας. Όταν όμως δεν υπάρχει η δυνατότητα θηλασμού, τότε γεννάται το ερώτημα ποιες τροφές θα μπουν στην διατροφή του βρέφους, ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες του τόσο σε πρωτεΐνες όσο και σε ασβέστιο ή άλλα θρεπτικά συστατικά που εμπεριέχονται στα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα οποία εξαιρούμε από την διατροφή του ως δυνητικούς αλλεργιογόνους παράγοντες.


ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΛΛΕΡΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΕΪΝΗ ΤΟΥ ΑΓΕΛΑΔΙΝΟΥ ΓΑΛΑΚΤΟΣ
Η αλλεργική φλεγμονή στην αλλεργία στο γάλα της αγελάδας μπορεί να γίνει με τρεις τύπους αντίδρασης υπερευαισθησίας :
1. Τύπος Ι – αναφυλακτικού τύπου με την ειδική IgE με αλλεργιογόνα πρωτεΐνες του γάλακτος της αγελάδας (β- λακτοσφαιρίνη, α-λακταλβουμίνη, καζείνες) που είναι ο κυριότερος παθογενετικός μηχανισμός στις άμεσες αντιδράσεις
2. Τύπος ΙΙΙ , με σχηματισμό ανασοσυμπλεγμάτων που ευθύνεται για τις αντιδράσεις οι οποίες εκδηλώνονται κλινικά 1-20 ώρες μετά την λήψη γάλακτος αγελάδας.
3. Τύπος ΙV – επιβραδυνόμενης υπερευαισθησίας κυτταρικού τύπου που συνήθως εκδηλώνεται 20 ώρες μετά την λήψη γάλακτος αγελάδας με εκδηλώσεις κυρίως από το γαστρεντερικό και το δέρμα.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ
Η εκδήλωση των συμπτωμάτων σχετίζεται με τον χρόνο της πρώτης έκθεσης στο τροφικό αντιγόνο. Η αλλεργία εκδηλώνεται με συμπτώματα από το γαστρεντερικό όπως :
  • Έμετος
  • Κοιλιακά άλγη και επεισόδια κωλικού
  • Διαρροϊκές κενώσεις με πρόσμιξη βλέννης
  • Αιμορραγικές κενώσεις που μπορούν να οδηγήσουν στην εκδήλωση αναιμίας
  • Ανησυχία
  • Αποτυχία ανάκτησης βάρους
Η επιμονή των συμπτωμάτων καταλήγει σε σύνδρομο δυσαπορρόφησης με αποτέλεσμα τη δυστροφία.
Από το δέρμα εκδηλώνεται:
  • Έκζεμα (Ο βαθμός υπευθυνότητας του αγελαδινού γάλακτος συζητείται)
  • Αγγειοοίδημα
  • Κνίδωση
  • Εξάνθημα σε όλο το σώμα, που αποτελείται από μικρές κόκκινες κηλίδες που μοιάζουν λίγο με τσιμπήματα κουνουπιών.
Από το αναπνευστικό:
  • Κρίσεις βρογχικού άσθματος
  • Ρινίτιδα
  • Ωτίτιδα
  • Λαρυγγικό οίδημα
  • Γενικευμένης αντίδρασης αναφυλακτικό σοκ – σπανίως θεωρείται θανατηφόρα στα βρέφη αν και τώρα τελευταία συζητείται το ενδεχόμενο μία από τις αιτίες αιφνίδιου θανάτου των βρεφών να είναι και το αλλεργικό σοκ στο αγελαδινό γάλα
  • "Σφύριγμα" στο στήθος.
  • Ρινική καταρροή.
  • Βήχας.
  • Φαγούρα στα μάτια.
Από την περιοχή της στοματικής κοιλότητας μπορεί να εκδηλωθεί:
  • οίδημα χειλών, υπερώας και γλώσσας,
  • αφθώδη έλκη κ.α.
  • οίδημα χειλών, υπερώας και γλώσσας,
ΔΙΑΓΝΩΣΗ
Κατά αρχή πρέπει κάποιος να υποψιαστεί την αρρώστια, γιατί όπως γίνεται φανερό τα συμπτώματα της αλλεργίας στο γάλα αγελάδας δεν είναι χαρακτηριστικά και μπορεί να οδηγήσουν σε λάθος διάγνωση. Όταν λοιπόν ο γιατρός υποψιαστεί την αρρώστια, τότε θα ζητήσει να γίνουν κάποιες εξετάσεις αίματος και πιθανόν κοπράνων. Δυστυχώς δεν υπάρχει εξέταση, που να είναι τόσο αξιόπιστη, έτσι ώστε όταν είναι αρνητική να είναι βέβαιο ότι δεν υπάρχει νόσος και όταν είναι θετική να είναι σίγουρο ότι το παιδί έχει την αρρώστια. Τόσο λοιπόν η εξέταση αίματος όσο και η εξέταση στο δέρμα δεν είναι 100% αξιόπιστες. Ο γιατρός θα συνεκτιμήσει το ιστορικό, την εξέταση που θα κάνει στο παιδί και τα αποτελέσματα των εξετάσεων για να αποφασίσει αν το παιδί έχει αλλεργία στο γάλα αγελάδας. Οι εξειδικευμένες εξετάσεις που μπορεί να ζητήσει ο γιατρός είναι οι ακόλουθες:
1. Ανίχνευση αντισωμάτων. Γίνεται με αίμα και η εξέταση ανιχνεύει αντισώματα εναντίον της πρωτεΐνης του γάλακτος.
2. Δερματικό τεστ. Ο ειδικός γιατρός θα βάλει στο δέρμα του παιδιού την πρωτεΐνη και στη συνέχεια θα διαβάσει την αντίδραση του οργανισμού.
Ο πιο ασφαλής τρόπος διάγνωσης είναι να αποσυρθεί το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα από το διαιτολόγιο του παιδιού. Αν η συμπτωματολογία του οφείλεται σε αλλεργία στο γάλα αγελάδας, τότε τα μεν οξέα συμπτώματα θα πρέπει να υποχωρήσουν σε δυο μέρες και τα δε χρόνια συμπτώματα σε μια βδομάδα.
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
Η αντιμετώπιση της αλλεργίας στο γάλα της αγελάδας επιτυγχάνεται με την διακοπή της χορήγησής του και την αντικατάστασή του με γάλα σόγιας ή υδρολυμένα παράγωγα γάλακτος αγελάδας (υποαλλεργικά γάλατα). Το γεγονός αυτό βοηθά στην πλήρη εξαφάνιση των συμπτωμάτων. Θα πρέπει επίσης να καταρτιστούν διαιτολόγια, από τα οποία θα απουσιάζει όχι μόνο το γάλα, αλλά και τα παράγωγά του και ότι παρασκευάζεται με γάλα ή έχει πρόσμιξη γάλακτος. Τα διαιτολόγια αποφυγής έχουν πολλές απαιτήσεις για τα βρέφη. Απαιτούν ειδική μέριμνα για να εξασφαλίζεται ισορροπημένη πρόσληψη ζωικής πρωτεΐνης και ασβεστίου και εξειδικευμένη προσέγγιση ώστε να αποφευχθούν :
  • Η πολλαπλή τροφική αλλεργία
  • Η διασταυρούμενη αντίδραση (γάλα κατσίκας, πρωτεΐνη σόγιας)
  • Κεκαλυμμένα αλλεργιογόνα
Όσον αφορά το γάλα κατσίκας δεν θα πρέπει να προτιμάται για την διατροφή των βρεφών καθώς περιέχει τα ίδια αλλεργιογόνα με το γάλα της αγελάδας και έχει υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες, με αποτέλεσμα να προσδίδει αυξημένο νεφρικό φορτίο. Επίσης έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε φυλλικό οξύ και σίδηρο.
Μία άλλη πρόταση αντιμετώπισης συνίσταται στην αντικατάσταση του γάλακτος από παρασκευάσματα που περιέχουν κιμά από αρνάκι ή κατσίκι, ρυζάλευρο, ελαιόλαδο, αλάτι και ασβέστιο. Η συγκεκριμένη πρόταση όμως δεν γίνεται ιδιαίτερα αποδεκτή από τον παιδιατρικό κόσμο.
Επίσης μπορούν να χορηγηθούν μεγάλες δόσεις χρωμογλυκερίνης per os (30 mg/kg β.σ., 20 λεπτά πριν το γεύμα). Και αυτή η πρόταση όμως δεν είναι ιδιαίτερα αποδεχτή.
Μία ακόμα τεχνική για την απευαισθητοποίηση του αλλεργικού βρέφους στο ξένο γάλα είναι η χορήγηση από το στόμα του γάλακτος σε προοδευτικά αυξανόμενες δόσεις. Αν προτιμηθεί η μέθοδος της ταχείας απευαισθητοποίησης θα ήταν καλό να εφαρμοστεί σε νοσοκομείο για την αποφυγή συνδρομικών και άλλων έντονων αντιδράσεων του οργανισμού.
Τέλος προτείνεται διατροφή βασιζόμενη στο κρέας που εμφανίζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πρόκειται για την μίξη σόγιας με υδρολυμένο κολλαγόνο και συμπληρωματική ποσότητα κοτόπουλου με πολυμερή της γλυκόζης και φυτικά έλαια.
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΗΤΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΑΓΕΛΑΔΙΝΟΥ ΓΑΛΑΚΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΑΛΛΕΡΓΙΑΣ ΣΤΑ ΒΡΕΦΗ
Το κοινό αγελαδινό γάλα δεν χορηγείται σε παιδιά ηλικίας μικρότερης των 12 μηνών, γιατί είναι δύσπεπτο και είναι δυνατό να προκαλέσει αλλεργία του πεπτικού συστήματος. Πιο συγκεκριμένα, η υπερβολική χορήγηση νωπού γάλακτος αγελάδας έχει επιπτώσεις στην υγεία του βρέφους όπως :
  • σιδηροπενική αναιμία, λόγω χαμηλής περιεκτικότητας σε σίδηρο,
  • αιμορραγικές κενώσεις,
  • ανεπάρκεια βιταμινών,
  • παχυσαρκία,
  • αλλεργία στην πρωτεΐνη του γάλακτος της αγελάδας
Το ιδανικό θα ήταν για ένα βρέφος να συνεχίσει να θηλάζει αν αυτό είναι εφικτό, επειδή η περιεκτικότητα του σε πρωτεΐνες είναι περιορισμένη σε σχέση με το αγελαδινό, γεγονός που σηματοδοτεί μικρότερο οσμωτικό φορτίο. Οι πρωτεΐνες του μητρικού γάλακτος είναι περισσότερο εύπεπτες και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι περιέχουν περισσότερες λευκωματίνες (λακταλβουμίνη) και λιγότερη καζεΐνη, σε αντίθεση με το αγελαδινό, το οποίο περιέχει καζεΐνη σε μεγαλύτερη αναλογία, η οποία δημιουργεί δύσπεπτα πήγματα. Ακόμη, η
α-λακταλβουμίνη του γυναικείου γάλακτος δεν προκαλεί αλλεργία στο βρέφος σε αντίθεση με την β-λακτοσφαιρίνη του αγελαδινού γάλακτος, η οποία ενοχοποιείται για την τροφική αλλεργία στα βρέφη. Τέλος, σημαντικό είναι να αναφερθεί η περιεκτικότητα του μητρικού γάλακτος σε ανοσοσφαιρίνη Α. Πρόκειται για μία πρωτεΐνη με ανοσοποιητικές ιδιότητες που προφυλάσσει τα βρέφη από διάφορες λοιμώξεις και κατ΄ επέκταση από την ανάπτυξη των τροφικών αλλεργιών.
Παρ΄ όλα αυτά, πρέπει να σημειωθεί πως η διατροφή της μητέρας επηρεάζει την σύσταση του μητρικού γάλακτος5. Τα συστατικά του μητρικού γάλακτος παράγονται στα γαλακτοπαραγωγά κύτταρα του μαστού. Μερικά λευκώματα συντίθενται τοπικά στον μαζικό αδένα, ενώ άλλα προέρχονται από το πλάσμα της μητέρας. Τα συγκεκριμένα λευκώματα μπορούν να δράσουν σαν αλλεργιογόνα και να προκαλέσουν αλλεργία στο βρέφος, το οποίο δεν είναι σε θέση να ανεχθεί το αγελαδινό γάλα που καταναλώνει η μητέρα.